βαΰζω

βαΰζω
και βαγύζω (AM βαΰζω, Μ και βαγύζω, Α και βαΰσδω)
1. (για σκύλο) γαυγίζω
2. (για άνθρωπο) βρίζω, ουρλιάζω
νεοελλ.
κλαίω σαν μικρό παιδί
αρχ.
1. θρηνώ με κραυγές κάποιον, σκούζω
2. απειλώ κεκαλυμμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ρηματικός σχηματισμός που προήλθε από το ονοματοποιημένο βαυ βαυ, που μιμείται το γαύγισμα του σκύλου (πρβλ. λατ. baubor «γαυγίζω», λιθ. baūbti «μουγγρίζω»). Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί εάν τα βαϋζω και υλακτώ ταυτίζονται σημασιολογικά, αν και το βαϋζω έχει περισσότερο τη σημασία «γρυλλίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βαύζω — cry pres subj act 1st sg βαύζω cry pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαυζόντων — βαύζω cry pres part act masc/neut gen pl βαύζω cry pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαύζει — βαύζω cry pres ind mp 2nd sg βαύζω cry pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαύζουσιν — βαύζω cry pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) βαύζω cry pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαύσδει — βαύζω cry pres ind mp 2nd sg (doric) βαύζω cry pres ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαύζειν — βαύζω cry pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαύζοις — βαύζω cry pres opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαύζοντες — βαύζω cry pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαύζων — βαύζω cry pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άζω — (I) ἄζω (Α) αποξηραίνω, μαραίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρ. *azd «ξηραίνω, φρύγω, στεγνώνω, από όπου *azd yo < ἄζω, με φωνητική εξέλιξη τού συμπλέγματος dy σε ζ. ΠΑΡ. αρχ. ἀζαίνω, ἀζαλέος, ἀζάνω, ἄζα*]. (II) ἄζω (Α) 1. φωνάζω α, στενάζω, θρηνώ 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”